υπεραναμονή

υπεραναμονή
η, Ν
1. η υπέρ το όριο αναμονή
2. (ναυτ. δίκ.) η παραμονή πλοίου για φόρτωση ή εκφόρτωση σε λιμάνι πέρα από την καθορισμένη προθεσμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεραναμονή — η 1. η υπερβολική αναμονή. 2. η παραμονή πλοίου σε λιμάνι για φόρτωση ή εκφόρτωση πέρα από την καθορισμένη προθεσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”